дилетантский - ορισμός. Τι είναι το дилетантский
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι дилетантский - ορισμός


дилетантский      
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: дилетант, связанный с ним.
2) Свойственный дилетанту, характерный для него.
дилетантский      
ДИЛЕТ'АНТСКИЙ, дилетантская, дилетантское (·книж. ). прил. к дилетант
. Дилетантское исполнение.
дилетантски      
нареч.
Как свойственно дилетанту, как характерно для него.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για дилетантский
1. - задаю Даржапову непростительно дилетантский вопрос.
2. Тему обозначили конкретно: - Позвольте дилетантский вопрос.
3. - задаю я дилетантский вопрос Геннадию Денисовичу.
4. Иначе получается дилетантский хаос репризно-кабаретного толка.
5. Свой дилетантский крест несу, Но с профессиональным блеском.
Τι είναι дилетантский - ορισμός